- αεξίφυτος
- ἀεξίφυτος, -ον (Μ)αυτός που τρέφει και αυξάνει τα φυτά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεξι-* + φυτόν].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀεξιφύτοιο — ἀεξίφυτος nourishing plants masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀεξιφύτοισιν — ἀεξίφυτος nourishing plants masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀεξιφύτου — ἀεξίφυτος nourishing plants masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀεξιφύτων — ἀεξίφυτος nourishing plants masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀεξιφύτῳ — ἀεξίφυτος nourishing plants masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεξι- — ἀεξι (Α) [ἀέξω] α συνθ. ποιητικών κυρίως λέξεων τής Αρχαίας, όπως ἀεξίβιος, ἀεξίγυιος ἀεξίκακος, ἀεξίκερως, ἀεξίνους, ἀεξίτοκος, ἀεξίτροφος, ἀεξίφυλλος, ἀεξίφυτος κ.λπ., στις οποίες προσδίδει την έννοια αυξήσεως, ενισχύσεως … Dictionary of Greek